- τοπογράφος
- οο συντάκτης τοπογραφικών χαρτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοπογράφος — ο, ΝΑ νεοελλ. τεχνολ. τεχνολόγος επιστήμονας ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως είναι η κάθε τύπου χαρτογράφηση, η χάραξη τεχνικών έργων κ.ά. αρχ. αυτός που περιγράφει έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + γράφος*. Η λ.,… … Dictionary of Greek
τοπογράφοις — τοπόγραφος topographer masc dat pl τοπογράφος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπογράφου — τοπόγραφος topographer masc gen sg τοπογράφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
Topography as the study of place — Starting in ancient Greece, places have been described in topography (Polytonic|τοπογραφία), and an author of such writing has been called a topographer (Polytonic|τοπογράφος). Greek and Roman topographers provide much of the basis of modern… … Wikipedia
topógrafo — (Del gr. topos , lugar + grapho, escribir.) ► sustantivo GEOLOGÍA, OFICIOS Y PROFESIONES Persona dedicada a describir y representar con detalle la superficie de un terreno. * * * topógrafo, a n. Persona que se dedica a la topografía, o sea a… … Enciclopedia Universal
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
κτηματολόγος — ο ειδικευμένος τοπογράφος που ασχολείται με τη σύνταξη και τήρηση τών βασικών κτηματολογικών στοιχείων, ιδίως τού κτηματολογικού χάρτη και τού κτηματικού βιβλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + λόγος (< λέγω)] … Dictionary of Greek
τοπιογραφικός — ή, ό, Ν [τοπογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπιογραφία … Dictionary of Greek
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek